καταπειστικός

καταπειστικός
-ή, -ό [καταπείθω]
αυτός που έχει τη δύναμη να καταπείθει, ο ικανός στο να πείθει εντελώς, πολύ πειστικός («καταπειστικά επιχειρήματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πειθήμων — ον, ονος, Α (ποιητ. τ.) 1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός 2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”